- ζηλοτυπῶ
- ζηλοτυπέωto be jealous ofpres subj act 1st sg (attic epic doric)ζηλοτυπέωto be jealous ofpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζηλοτυπώ — (AM ζηλοτυπῶ, έω) [ζηλότυπος] 1. φθονώ, ζηλεύω 2. (για συζύγους ή εραστές) ανησυχώ για τη συζυγική ή ερωτική πίστη, κατέχομαι από ζηλοτυπία αρχ. 1. αγανακτώ με κάτι («καὶ ἐζηλοτύπει τά γιγνόμενα», Αισχίν.) 2. προσποιούμαι, υποκρίνομαι ότι… … Dictionary of Greek
ζηλοτυπώ — ζηλοτύπησα, είμαι ζηλότυπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζηλοτύπῳ — ζηλότυπος jealous masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αζηλοτύπητος — η, ο (Α ἀζηλοτύπητος, ον) [ζηλοτυπῶ] αυτός που δεν προκαλεί τη ζήλεια, που δεν τόν ζηλεύουν, ο μη αξιοζήλευτος … Dictionary of Greek
ζηλέω — ζηλέω, δωρ. τ. ζαλέω (Α) [ζήλος Ι] 1. έχω ζήλο για κάτι 2. ζηλοτυπώ … Dictionary of Greek
ζηλεύω — ζήλεψα, ζηλεμένος 1. επιθυμώ κάτι που έχει ο άλλος: Ζηλεύω τα πλούτη σου. 2. ζηλοτυπώ: Ζηλεύει τον άντρα της. 3. φθονώ: Ζηλεύει τους ανωτέρους του και προσπαθεί να τους βλάψει. 4. μακαρίζω κάποιον: Σε ζηλεύω για την τύχη σου. 5. ζηλεμένος,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)